ὑπερυψῶ

ὑπερυψῶ
ὑπερυψόω
exalt exceedingly
pres subj act 1st sg
ὑπερυψόω
exalt exceedingly
pres ind act 1st sg
ὑπερυψόω
exalt exceedingly
pres subj act 1st sg
ὑπερυψόω
exalt exceedingly
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερυψώνω — ὑπερυψῶ, όω, ΝΜΑ [ὑψῶ/ ώνω] 1. υψώνω κάτι υπέρμετρα 2. υψώνω κάτι περισσότερο ή πάνω από κάτι άλλο 3. μτφ. επαινώ, εγκωμιάζω πολύ, εκθειάζω νεοελλ. φρ. «και υπερυψούται» (με επιρρμ. σημ.) και με το παραπάνω …   Dictionary of Greek

  • υπερύψωμα — ώματος, τὸ, Μ [ὑπερυψῶ] ανύψωση …   Dictionary of Greek

  • υπερύψωση — η / ὑπερύψωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑπερυψῶ] 1. υπερβολική ανύψωση 2. ύψωση μεγαλύτερη ή πάνω από κάτι 3. μτφ. υπερβολικός έπαινος …   Dictionary of Greek

  • υπερύψωτος — ον, Α [ὑπερυψῶ] (για τον Ιησού Χριστό) αυτός που υψώθηκε πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”