υπερυψώνω — ὑπερυψῶ, όω, ΝΜΑ [ὑψῶ/ ώνω] 1. υψώνω κάτι υπέρμετρα 2. υψώνω κάτι περισσότερο ή πάνω από κάτι άλλο 3. μτφ. επαινώ, εγκωμιάζω πολύ, εκθειάζω νεοελλ. φρ. «και υπερυψούται» (με επιρρμ. σημ.) και με το παραπάνω … Dictionary of Greek
υπερύψωμα — ώματος, τὸ, Μ [ὑπερυψῶ] ανύψωση … Dictionary of Greek
υπερύψωση — η / ὑπερύψωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑπερυψῶ] 1. υπερβολική ανύψωση 2. ύψωση μεγαλύτερη ή πάνω από κάτι 3. μτφ. υπερβολικός έπαινος … Dictionary of Greek
υπερύψωτος — ον, Α [ὑπερυψῶ] (για τον Ιησού Χριστό) αυτός που υψώθηκε πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα … Dictionary of Greek